λιόκρινο

λιόκρινο
και λιοκόρνο και λιόκουρνο, το
(λαογρ.) φίδι με κέρατα στο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. licorno < λατ. unicornis «μονόκερως». Η λ. παρετυμολογικά έχει θεωρηθεί σύνθ. < ἐλαία + κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”